- ισίκιον
- ἰσίκιον, τὸ (Α)είδος τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο κρέας, από κιμά.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το λατ. insicium].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσικίων — ἰσίκιον a dish of mince meat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσίκια — ἰσίκιον a dish of mince meat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσικος — ἴσικος, ὁ (Α) [ισίκιον] ισίκιον* … Dictionary of Greek
ισικιάριος — ἰσικιάριος, ὁ (Α) [ισίκιον] πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας … Dictionary of Greek
ισικιομάγειρος — ἰσικιομάγειρος, ὁ (Α) πάπ. ισικιάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσίκιον + μάγειρος] … Dictionary of Greek